ἐξείρομαι

ἐξείρομαι
ἐξ-είρομαι, ipf. ἐξείρετο: inquire of, ask for.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξείρομαι — βλ. εξέρομαι …   Dictionary of Greek

  • εξέρομαι — ἐξέρομαι, ιων. τ. ἐξείρομαι (Α) [έρομαι] 1. ζητώ τη γνώμη ή τη συμβουλή κάποιου («Διὸς ἐξείρετο βουλήν», Ομ. Οδ.) 2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”